ντιλετάντης

ντιλετάντης
ο
βλ. διλετάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dilettante «ερασιτέχνης» < ρ. dilettare «τέρπω, ευφραίνω» < λατ. delecto «ευφραίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ντιλετάντης — ο (λ. ιταλ.), ο ερασιτέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διλετάντης — και ντιλετάντης, ο ερασιτέχνης (κυρίως σε θέματα τέχνης και αρχαιολογίας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dilettante «ερασιτέχνης στην τέχνη» μτχ. τού dilettare λατ. delectare «τέρπω, ευφραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ντιλεταντικός — ή, ό και ντιλετάντικος, η, ο [ντιλετάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ντιλετάντη, ερασιτεχνικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”